- λιποδεής
- λῐπο-δεής, ές,A with few wants, Pythag. Ep.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποδεής — λιποδεής, ές (Α) αυτός που τού λείπουν τα αναγκαία για να ζήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. εν δεής, υπο δεής] … Dictionary of Greek
λιποδεής — with few wants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek